- ὀχηματικός
- ὀχ-ημᾰτῐκός, ή, όν,A of or for a vehicle: -κὴ δύναμις mounted, etc., Ascl.Tact.1.3; τὸ -κόν, of cavalry, charioteers, and elephantriders, ib.1.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχηματικός — ὀχηματικός, ή, όν (Α) [όχημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όχημα, μεταφορικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀχηματικόν περιληπτική ονομασία τών ιππέων, τών αμαξαγωγών και τών οδηγών ελεφάντων 3. φρ. «ὀχηματικὴ δύναμις» η έφιππη δύναμη, το ιππικό … Dictionary of Greek
ὀχηματικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχηματικόν — ὀχηματικός of masc acc sg ὀχηματικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχηματικοῖς — ὀχηματικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχηματικῆς — ὀχηματικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)